Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινέμπορος
λίνεος
λινεργέω
λινεργής
λινεύς
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λίνινος
λινίς
λινογενής
λινόδεσμος
λινόδετος
λινόδρυς
λινοεργής
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
View word page
λινίς
λινίς,
A). v. ληνίς 11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λινίς
Headword (normalized):
λινίς
Headword (normalized/stripped):
λινις
IDX:
63378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63379
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λινίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ληνίς</span> <span class="bibl"> 11 </span>.</div> </div><br><br>'}