Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινάριον
λινάρμενον
λιναυτιά
λινάω
λίνδεσθαι
λίνδος
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργέω
λινεργής
λινεύς
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λίνινος
λινίς
λινογενής
λινόδεσμος
View word page
λινεργέω
λιν-εργέω,
A). gloss on λιναγερτουμένη , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λινεργέω
Headword (normalized):
λινεργέω
Headword (normalized/stripped):
λινεργεω
IDX:
63370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιν-εργέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">λιναγερτουμένη</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}