Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναγκαίη
ἀναγκαίνισμα
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀναγκαιώδης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστήριος
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκόδακρυς
ἀναγκοθέτησις
ἀναγκομόναρχος
ἀναγκοπέδη
ἀναγκόσιτος
ἀναγκοτροφέω
ἀναγκοφαγέω
View word page
ἀναγκαστήριος
ἀναγκ-αστήριος, α, ον, = sq.,
A). ἀ. δικαιοσύνης D.H. 2.75 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναγκαστήριος
Headword (normalized):
ἀναγκαστήριος
Headword (normalized/stripped):
αναγκαστηριος
IDX:
6336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναγκ-αστήριος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ἀ. δικαιοσύνης</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:2:75" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:2.75/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 2.75 </a> .</div> </div><br><br>'}