Λίνδος
Λίνδος, ἡ, the town of Lindos, , etc.:—Adv. 2.656 Λινδόθεν
A). from Lindos, Aet.Oxy. 2080.49 :—hence Λινδιᾰκος, ὁ (sc. λόγος), Chron.Lind.B 65 ; Λίνδιος, α, ον, Lindian, SIG 129.38 , al.; Ἀθάνα Λινδία ib. 725.11 ; Λινδιασταί, οἱ, religious guild at Lindos, IG 12(1).161 ; Λινδοπολίτας, α, ὁ, citizen of Lindos, SIG 725.12 .