Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγερτουμένη
λιναγρέτης
λιναῖος
λίναμαι
λινάριον
λινάρμενον
λιναυτιά
λινάω
λίνδεσθαι
λίνδος
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργέω
λινεργής
λινεύς
λινεύω
View word page
λινάω
λῐν-άω, only found in compds. δια-, ἐκ-, ἐπι-λινάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λινάω
Headword (normalized):
λινάω
Headword (normalized/stripped):
λιναω
IDX:
63363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63364
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐν-άω</span>, only found in compds. <span class="foreign greek">δια-, ἐκ-, ἐπι-λινάω</span>.</div><br><br>'}