Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιμφεύειν
λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγερτουμένη
λιναγρέτης
λιναῖος
λίναμαι
λινάριον
λινάρμενον
λιναυτιά
λινάω
λίνδεσθαι
λίνδος
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργέω
λινεργής
λινεύς
View word page
λιναυτιά
λῐν-αυτιά, sine expl., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιναυτιά
Headword (normalized):
λιναυτιά
Headword (normalized/stripped):
λιναυτια
IDX:
63362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63363
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐν-αυτιά</span>, sine expl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}