Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμπάνω
λιμφεύειν
λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγερτουμένη
λιναγρέτης
λιναῖος
λίναμαι
λινάριον
λινάρμενον
λιναυτιά
λινάω
λίνδεσθαι
λίνδος
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
View word page
λίναμαι
λίναμαι· τρέπομαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λίναμαι
Headword (normalized):
λίναμαι
Headword (normalized/stripped):
λιναμαι
IDX:
63359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63360
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λίναμαι·</span> <span class="foreign greek">τρέπομαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}