Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιμόξηρος
λιμοποιός
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμπάνω
λιμφεύειν
λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγερτουμένη
λιναγρέτης
λιναῖος
λίναμαι
λινάριον
λινάρμενον
λιναυτιά
λινάω
λίνδεσθαι
λίνδος
Λίνδος
View word page
λιναγερτουμένη
λῐν-αγερτουμένη
(fort.-
αγρε-
)
· ἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῦσα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιναγερτουμένη
Headword (normalized):
λιναγερτουμένη
Headword (normalized/stripped):
λιναγερτουμενη
IDX:
63356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63357
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐν-αγερτουμένη</span> (fort.-<span class="foreign greek">αγρε-</span>)<span class="foreign greek">· ἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῦσα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}