Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιμναστεία
λιμναστής
λιμνεία
λίμνη
λίμνηθεν
λιμνησία
λιμνήσιον
Λιμνήσιος
λίμνησις
λιμνήστινον
λιμνήστιον
λίμνηστις
λίμνηστρον
λιμνήτης
λιμνιάρχης
λίμνιον
λίμνιος
λιμνιτικά
λίμνιτις
λιμνόβιος
λιμνοειδής
View word page
λιμνήστιον
λιμν-ήστιον
,
τό
, = foreg., ib.
104
(
λημνίστιον
ib.
101
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιμνήστιον
Headword (normalized):
λιμνήστιον
Headword (normalized/stripped):
λιμνηστιον
IDX:
63317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63318
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιμν-ήστιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., ib.<span class="bibl"> 104 </span> (<span class="foreign greek">λημνίστιον</span> ib. <span class="bibl"> 101 </span>).</div><br><br>'}