Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός
λίμινθες
λιμναγενής
λιμνάζω
λιμναῖον
λιμναῖος
λιμνάς
λιμνασία
λιμνασμός
λιμναστεία
λιμναστής
λιμνεία
View word page
λίμινθες
λίμινθες· ἕλμινθες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λίμινθες
Headword (normalized):
λίμινθες
Headword (normalized/stripped):
λιμινθες
IDX:
63299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λίμινθες·</span> <span class="foreign greek">ἕλμινθες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}