Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λίμβος
λιμβός
λιμβρός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιον
λιμένιος
λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός
View word page
λιμενιτικός
λῐμεν-ῑτικός
,
ή
,
όν
,
A).
of a harbour
,
χρήματα
harbour-dues,
Cod.Just.
10.30.4
(-
ητικός
codd.).
ShortDef
of a harbour
Debugging
Headword:
λιμενιτικός
Headword (normalized):
λιμενιτικός
Headword (normalized/stripped):
λιμενιτικος
IDX:
63288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63289
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐμεν-ῑτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a harbour</span>, <span class="quote greek">χρήματα</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">harbour-dues,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cod.Just.</span> 10.30.4 </span> (-<span class="itype greek">ητικός</span> codd.).</div> </div><br><br>'}