Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιμαγχονέω
λιμαγχονία
λιμαγχονικός
λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβεία
λιμβεύω
λίμβος
λιμβός
λιμβρός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιον
λιμένιος
λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
View word page
λιμεναρχέω
λῐμεναρχ-έω,
A). to be a harbour-master, IG 7.1826 (Creusis).


ShortDef

to be a harbour-master

Debugging

Headword:
λιμεναρχέω
Headword (normalized):
λιμεναρχέω
Headword (normalized/stripped):
λιμεναρχεω
IDX:
63281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63282
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐμεναρχ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a harbour-master,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 7.1826 </span> (Creusis).</div> </div><br><br>'}