Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναγέννησις
ἀναγεννητικός
ἀναγεπόπτης
ἀναγέτρια
ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαίη
ἀναγκαίνισμα
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀναγκαιώδης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστήριος
ἀναγκαστικός
View word page
ἀναγκαίνισμα
ἀναγκ-αίνισμα· ἀνακίνημα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναγκαίνισμα
Headword (normalized):
ἀναγκαίνισμα
Headword (normalized/stripped):
αναγκαινισμα
IDX:
6327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6328
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναγκ-αίνισμα·</span> <span class="foreign greek">ἀνακίνημα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}