Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιλεῖ
λιμαγχέω
λιμαγχία
λιμαγχικός
λιμαγχονέω
λιμαγχονία
λιμαγχονικός
λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβεία
λιμβεύω
λίμβος
λιμβός
λιμβρός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιον
λιμένιος
λιμενίτης
View word page
λιμβεύω
λιμβ-εύω,
A). = λιχνεύω , Hdn.l.c.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιμβεύω
Headword (normalized):
λιμβεύω
Headword (normalized/stripped):
λιμβευω
IDX:
63277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63278
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιμβ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λιχνεύω</span> , Hdn.l.c.</div> </div><br><br>'}