Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λικνοφόρος
λικνόω
λικριφίς
λικροί
λιλαίομαι
λιλεῖ
λιμαγχέω
λιμαγχία
λιμαγχικός
λιμαγχονέω
λιμαγχονία
λιμαγχονικός
λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβεία
λιμβεύω
λίμβος
λιμβός
λιμβρός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
View word page
λιμαγχονία
λῑμαγχ-ονία
,
ἡ
,
A).
=
λιμαγχία
,
Id.
15.478
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιμαγχονία
Headword (normalized):
λιμαγχονία
Headword (normalized/stripped):
λιμαγχονια
IDX:
63272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63273
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῑμαγχ-ονία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λιμαγχία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 15.478 </span>.</div> </div><br><br>'}