Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λικνίτης
λικνοειδής
λίκνον
λικνοστεφεῖ
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικνόω
λικριφίς
λικροί
λιλαίομαι
λιλεῖ
λιμαγχέω
λιμαγχία
λιμαγχικός
λιμαγχονέω
λιμαγχονία
λιμαγχονικός
λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβεία
λιμβεύω
View word page
λιλεῖ
λιλεῖ· φθονεῖ, ἐπιθυμεῖ, Hsch. λιλουργετά· ἐν τῷ σώματι ἐξανθήματα, Id. λίλυ· τὸ ὕδωρ (Libyan word), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιλεῖ
Headword (normalized):
λιλεῖ
Headword (normalized/stripped):
λιλει
IDX:
63267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63268
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιλεῖ·</span> <span class="foreign greek">φθονεῖ, ἐπιθυμεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λιλουργετά·</span> <span class="foreign greek">ἐν τῷ σώματι ἐξανθήματα</span>, Id. <span class="orth greek">λίλυ·</span> <span class="foreign greek">τὸ ὕδωρ</span> (Libyan word), Id.</div><br><br>'}