Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λικμητής
λικμητικός
λικμητός
λικμητρίς
λικμήτωρ
λικμίζει
λικμός
λικνάριον
λικνίζω
λικνίτης
λικνοειδής
λίκνον
λικνοστεφεῖ
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικνόω
λικριφίς
λικροί
λιλαίομαι
λιλεῖ
λιμαγχέω
View word page
λικνοειδής
λικνοειδής, ές,
A). = ῥυπὰρός , Suid., Zonar.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λικνοειδής
Headword (normalized):
λικνοειδής
Headword (normalized/stripped):
λικνοειδης
IDX:
63258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63259
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λικνοειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ῥυπὰρός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div> </div><br><br>'}