Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λικμητήριον
λικμητηρίς
λικμητής
λικμητικός
λικμητός
λικμητρίς
λικμήτωρ
λικμίζει
λικμός
λικνάριον
λικνίζω
λικνίτης
λικνοειδής
λίκνον
λικνοστεφεῖ
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικνόω
λικριφίς
λικροί
λιλαίομαι
View word page
λικνίζω
λικν-ίζω,
A). = λικμάω , PFay. 102.30 (ii A.D.), Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λικνίζω
Headword (normalized):
λικνίζω
Headword (normalized/stripped):
λικνιζω
IDX:
63256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63257
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λικν-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λικμάω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFay.</span> 102.30 </span> (ii A.D.), <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}