Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητηρίς
λικμητής
λικμητικός
λικμητός
λικμητρίς
λικμήτωρ
λικμίζει
λικμός
λικνάριον
λικνίζω
λικνίτης
λικνοειδής
λίκνον
λικνοστεφεῖ
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικνόω
λικριφίς
λικροί
View word page
λικνάριον
λικν-άριον, τό, Dim. of λίκνον, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λικνάριον
Headword (normalized):
λικνάριον
Headword (normalized/stripped):
λικναριον
IDX:
63255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63256
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λικν-άριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">λίκνον</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}