Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητηρίς
λικμητής
λικμητικός
λικμητός
λικμητρίς
λικμήτωρ
λικμίζει
λικμός
λικνάριον
λικνίζω
λικνίτης
λικνοειδής
λίκνον
λικνοστεφεῖ
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικνόω
View word page
λικμίζει
λικμ-ίζει· ἀλοᾷ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λικμίζει
Headword (normalized):
λικμίζει
Headword (normalized/stripped):
λικμιζει
IDX:
63253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63254
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λικμ-ίζει·</span> <span class="foreign greek">ἀλοᾷ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}