Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λικερτίζειν
λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητηρίς
λικμητής
λικμητικός
λικμητός
λικμητρίς
λικμήτωρ
λικμίζει
λικμός
λικνάριον
λικνίζω
λικνίτης
λικνοειδής
λίκνον
λικνοστεφεῖ
λικνοφορέω
View word page
λικμητρίς
λικμ-ητρίς, ίδος, ,
A). = λικμός , PFay. 120.4 (i/ii A.D.), Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λικμητρίς
Headword (normalized):
λικμητρίς
Headword (normalized/stripped):
λικμητρις
IDX:
63251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63252
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λικμ-ητρίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λικμός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFay.</span> 120.4 </span> (i/ii A.D.), <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}