Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
λικερτίζειν
λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητηρίς
λικμητής
λικμητικός
λικμητός
λικμητρίς
λικμήτωρ
λικμίζει
View word page
λικμάς
λικμ-άς
,
άδος
,
ἡ
,
A).
winnowing fan
, =
θρῖναξ
,
Hsch.
(
λιχμάς
cod.).
ShortDef
winnowing fan
Debugging
Headword:
λικμάς
Headword (normalized):
λικμάς
Headword (normalized/stripped):
λικμας
IDX:
63243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63244
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λικμ-άς</span>, <span class="itype greek">άδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">winnowing fan</span>, = <span class="ref greek">θρῖναξ</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">λιχμάς</span> cod.).</div> </div><br><br>'}