Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
λιθόφορος
λιθοφρύγιον
λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
λικερτίζειν
λικμαῖος
λικμάς
View word page
λιθοψήκτης
λῐθο-ψήκτης, ου, ,(ψήχω)
A). stone-polisher, Cat.Cod.Astr. 8(4).216 (-ψύκτ- cod.).


ShortDef

stone-polisher

Debugging

Headword:
λιθοψήκτης
Headword (normalized):
λιθοψήκτης
Headword (normalized/stripped):
λιθοψηκτης
IDX:
63233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63234
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-ψήκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="etym greek">ψήχω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stone-polisher,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).216 </span> (-<span class="foreign greek">ψύκτ</span>- cod.).</div> </div><br><br>'}