Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
λιθόφορος
λιθοφρύγιον
λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
View word page
λιθοφορέω
λῐθοφορ-έω,
A). carry stones, Th. 6.98 .


ShortDef

to carry stones

Debugging

Headword:
λιθοφορέω
Headword (normalized):
λιθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
λιθοφορεω
IDX:
63230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63231
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθοφορ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carry stones</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:6:98" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:6.98/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Th.</span> 6.98 </a>.</div> </div><br><br>'}