Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθοστεγής
λιθόστρωτος
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμιον
λιθότομος
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
λιθόφορος
View word page
λιθουλκία
λῐθουλκ-ία, ,
A). haulage of stone, IG 12.347.38 , al.


ShortDef

haulage of stone

Debugging

Headword:
λιθουλκία
Headword (normalized):
λιθουλκία
Headword (normalized/stripped):
λιθουλκια
IDX:
63221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63222
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθουλκ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">haulage of stone,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12.347.38 </span>, al.</div> </div><br><br>'}