Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθοξοϊκός
λιθόξοος
λιθοξύστης
λιθοποιέω
λιθοποιός
λιθοπρίστης
λιθοπυργία
λιθόρρινος
λίθος
λιθοσπαδὴς
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
λιθόστρωτος
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμιον
λιθότομος
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
View word page
λιθόσπερμον
λῐθό-σπερμον, τό,
A). gromwell, Lithospermum officinale, Dsc. 3.141 , Ps.- Gal. 19.694 .


ShortDef

gromwell, Lithospermum officinale

Debugging

Headword:
λιθόσπερμον
Headword (normalized):
λιθόσπερμον
Headword (normalized/stripped):
λιθοσπερμον
IDX:
63210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63211
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθό-σπερμον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gromwell, Lithospermum officinale</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.141 </span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.694 </span>.</div> </div><br><br>'}