Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνάγγελος
ἀναγγελτικός
ἀνάγγελτος
ἀνάγειον
ἀναγείρω
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
ἀναγέννησις
ἀναγεννητικός
ἀναγεπόπτης
ἀναγέτρια
ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαίη
ἀναγκαίνισμα
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
View word page
ἀναγέτρια
ἀναγέτρια
,
ἡ
,
A).
=
μαῖα
( Tarent.),
Hsch.
; cf.
ἀγέτρια.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναγέτρια
Headword (normalized):
ἀναγέτρια
Headword (normalized/stripped):
αναγετρια
IDX:
6320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6321
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναγέτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μαῖα</span> ( Tarent.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀγέτρια.</span> </div> </div><br><br>'}