Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθόλογος
λιθοξόανος
λιθοξοεῖον
λιθοξοϊκός
λιθόξοος
λιθοξύστης
λιθοποιέω
λιθοποιός
λιθοπρίστης
λιθοπυργία
λιθόρρινος
λίθος
λιθοσπαδὴς
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
λιθόστρωτος
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμιον
λιθότομος
View word page
λιθόρρινος
λῐθό-ρρῑνος, ον,
A). with stony skin, χελώνη Emp. 76.2 .


ShortDef

with stony skin

Debugging

Headword:
λιθόρρινος
Headword (normalized):
λιθόρρινος
Headword (normalized/stripped):
λιθορρινος
IDX:
63207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63208
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθό-ρρῑνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with stony skin</span>, <span class="quote greek">χελώνη</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:76:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:76.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Emp.</span> 76.2 </a> .</div> </div><br><br>'}