Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθολεύστης
λιθόλευστος
λιθολογέω
λιθολόγημα
λιθολογία
λιθόλογος
λιθοξόανος
λιθοξοεῖον
λιθοξοϊκός
λιθόξοος
λιθοξύστης
λιθοποιέω
λιθοποιός
λιθοπρίστης
λιθοπυργία
λιθόρρινος
λίθος
λιθοσπαδὴς
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
λιθόστρωτος
View word page
λιθοξύστης
λῐθο-ξύστης, ου, , = foreg., Cat.Cod.Astr. 7.117 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιθοξύστης
Headword (normalized):
λιθοξύστης
Headword (normalized/stripped):
λιθοξυστης
IDX:
63202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63203
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-ξύστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 7.117 </span>.</div><br><br>'}