Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθόκολλος
λιθοκομικόν
λιθοκοπέω
λιθοκοπία
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
λιθοκτονία
λιθολάβος
λιθολευστέω
λιθολεύστης
λιθόλευστος
λιθολογέω
λιθολόγημα
λιθολογία
λιθόλογος
λιθοξόανος
λιθοξοεῖον
λιθοξοϊκός
λιθόξοος
λιθοξύστης
View word page
λιθολεύστης
λῐθο-λεύστης· λιθοβολίτης, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιθολεύστης
Headword (normalized):
λιθολεύστης
Headword (normalized/stripped):
λιθολευστης
IDX:
63192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63193
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-λεύστης·</span> <span class="foreign greek">λιθοβολίτης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}