Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθόκολλος
λιθοκομικόν
λιθοκοπέω
λιθοκοπία
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
λιθοκτονία
λιθολάβος
λιθολευστέω
λιθολεύστης
λιθόλευστος
λιθολογέω
λιθολόγημα
λιθολογία
λιθόλογος
λιθοξόανος
λιθοξοεῖον
λιθοξοϊκός
View word page
λιθολάβος
λῐθο-λάβος [ᾰ],,
A). instrument for extracting the stone, Gal. 14.787 .


ShortDef

instrument for extracting the stone

Debugging

Headword:
λιθολάβος
Headword (normalized):
λιθολάβος
Headword (normalized/stripped):
λιθολαβος
IDX:
63190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63191
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-λάβος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">instrument for extracting the stone</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.787 </span>.</div> </div><br><br>'}