Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθόκολλος
λιθοκομικόν
λιθοκοπέω
λιθοκοπία
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
λιθοκτονία
λιθολάβος
λιθολευστέω
λιθολεύστης
λιθόλευστος
λιθολογέω
λιθολόγημα
λιθολογία
λιθόλογος
λιθοξόανος
View word page
λιθοκρήδεμνος
λῐθο-κρήδεμνος, ον,
A). with crown of stone, of a cliff, Coluth. 103 .


ShortDef

with crown of stone

Debugging

Headword:
λιθοκρήδεμνος
Headword (normalized):
λιθοκρήδεμνος
Headword (normalized/stripped):
λιθοκρηδεμνος
IDX:
63188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63189
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-κρήδεμνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with crown of stone</span>, of a cliff, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4081.tlg001.perseus-grc1:103" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4081.tlg001.perseus-grc1:103/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Coluth.</span> 103 </a>.</div> </div><br><br>'}