Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθόκολλος
λιθοκομικόν
λιθοκοπέω
λιθοκοπία
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
λιθοκτονία
λιθολάβος
λιθολευστέω
λιθολεύστης
λιθόλευστος
λιθολογέω
λιθολόγημα
View word page
λιθοκοπία
λῐθο-κοπία, ,
A). = ἡ ἐκ λίθων βολή , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιθοκοπία
Headword (normalized):
λιθοκοπία
Headword (normalized/stripped):
λιθοκοπια
IDX:
63185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-κοπία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἡ ἐκ λίθων βολή</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}