Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθόκολλος
λιθοκομικόν
λιθοκοπέω
λιθοκοπία
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
λιθοκτονία
λιθολάβος
λιθολευστέω
λιθολεύστης
λιθόλευστος
λιθολογέω
View word page
λιθοκοπέω
λῐθο-κοπέω,
A). pelt with stones, UPZ 16.18 ( Pass., ii B.C.).


ShortDef

pelt with stones

Debugging

Headword:
λιθοκοπέω
Headword (normalized):
λιθοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
λιθοκοπεω
IDX:
63184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63185
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-κοπέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pelt with stones</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 16.18 </span> ( Pass., ii B.C.).</div> </div><br><br>'}