Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθόκολλος
λιθοκομικόν
λιθοκοπέω
λιθοκοπία
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
λιθοκτονία
λιθολάβος
λιθολευστέω
λιθολεύστης
λιθόλευστος
View word page
λιθοκομικόν
λῐθο-κομικόν, τό, dub. sens. in IG 12.336.9 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιθοκομικόν
Headword (normalized):
λιθοκομικόν
Headword (normalized/stripped):
λιθοκομικον
IDX:
63183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63184
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-κομικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12.336.9 </span>.</div><br><br>'}