Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθόκολλος
λιθοκομικόν
λιθοκοπέω
λιθοκοπία
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
λιθοκτονία
λιθολάβος
View word page
λιθόκολλα
λῐθό-κολλα, ,
A). cement, Dsc. 5.145 .


ShortDef

cement

Debugging

Headword:
λιθόκολλα
Headword (normalized):
λιθόκολλα
Headword (normalized/stripped):
λιθοκολλα
IDX:
63180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63181
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθό-κολλα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cement</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.145 </span>.</div> </div><br><br>'}