Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθόδμητος
λιθοδόμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθόκολλος
λιθοκομικόν
λιθοκοπέω
λιθοκοπία
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
View word page
λιθοκάρδιος
λῐθο-κάρδιος, ον,
A). stony-hearted, Sch. E. Or. 121 .


ShortDef

stony-hearted

Debugging

Headword:
λιθοκάρδιος
Headword (normalized):
λιθοκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
λιθοκαρδιος
IDX:
63178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63179
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-κάρδιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stony-hearted</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg016.perseus-grc1:121" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg016.perseus-grc1:121/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 121 </a>.</div> </div><br><br>'}