Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθόκολλος
λιθοκομικόν
λιθοκοπέω
λιθοκοπία
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
View word page
λιθοκαλλής
λῐθο-καλλής, ές,
A). of beautiful stone, μορφή App.Anth. 2.534 (Halic.).


ShortDef

of beautiful stone

Debugging

Headword:
λιθοκαλλής
Headword (normalized):
λιθοκαλλής
Headword (normalized/stripped):
λιθοκαλλης
IDX:
63177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63178
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-καλλής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of beautiful stone</span>, <span class="quote greek">μορφή</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">App.Anth.</span> 2.534 </span> (Halic.).</div> </div><br><br>'}