Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθόκολλος
λιθοκομικόν
λιθοκοπέω
λιθοκοπία
λιθοκοπικός
View word page
λιθοικοδόμητος
λῐθ-οικοδόμητος, ον,
A). built of stone, οἰκία Alex.Aphr. in Top. 261.29 .


ShortDef

built of stone

Debugging

Headword:
λιθοικοδόμητος
Headword (normalized):
λιθοικοδόμητος
Headword (normalized/stripped):
λιθοικοδομητος
IDX:
63176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63177
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθ-οικοδόμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">built of stone</span>, <span class="quote greek">οἰκία</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg006:261:29" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg006:261.29/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Aphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Top.</span> 261.29 </a> .</div> </div><br><br>'}