Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθογνώμων
λιθογόνος
λιθογράφος
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
View word page
λιθόδμητος
λῐθό-δμητος, ον,
A). stone-built, AP 9.570 ( Phld.).


ShortDef

stone-built

Debugging

Headword:
λιθόδμητος
Headword (normalized):
λιθόδμητος
Headword (normalized/stripped):
λιθοδμητος
IDX:
63168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63169
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθό-δμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stone-built,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.570 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span></span>).</div> </div><br><br>'}