Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθογνώμων
λιθογόνος
λιθογράφος
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
View word page
λιθοδικτέω
λῐθο-δικτέω, (fort.-δικέω)
A). throw stones at, Suid.


ShortDef

throw stones at

Debugging

Headword:
λιθοδικτέω
Headword (normalized):
λιθοδικτέω
Headword (normalized/stripped):
λιθοδικτεω
IDX:
63167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63168
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-δικτέω</span>, (fort.-<span class="foreign greek">δικέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">throw stones at</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}