Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθογνώμων
λιθογόνος
λιθογράφος
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
View word page
λιθοδερκής
λῐθο-δερκής
,
ές
,
A).
petrifying with a glance
,
Γοργώ
APl.
4.147
(
Antiphil.
).
ShortDef
petrifying with a glance
Debugging
Headword:
λιθοδερκής
Headword (normalized):
λιθοδερκής
Headword (normalized/stripped):
λιθοδερκης
IDX:
63165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63166
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-δερκής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">petrifying with a glance</span>, <span class="quote greek">Γοργώ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">APl.</span> 4.147 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antiphil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}