Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθογνώμων
λιθογόνος
λιθογράφος
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργής
λιθοεργός
λιθοθεσία
View word page
λιθόδενδρον
λῐθό-δενδρον, τό,
A). branching coral, Dsc. 5.121 .


ShortDef

branching coral

Debugging

Headword:
λιθόδενδρον
Headword (normalized):
λιθόδενδρον
Headword (normalized/stripped):
λιθοδενδρον
IDX:
63164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63165
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθό-δενδρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">branching coral</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.121 </span>.</div> </div><br><br>'}