Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιθόβολος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθογνώμων
λιθογόνος
λιθογράφος
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργής
λιθοεργός
View word page
λιθοδαίδαλος
λῐθο-δαίδᾰλος
,
ον
,
A).
cunningly fashioned in stone,
App.Anth.
2.534
(Halic.).
ShortDef
cunningly fashioned in stone
Debugging
Headword:
λιθοδαίδαλος
Headword (normalized):
λιθοδαίδαλος
Headword (normalized/stripped):
λιθοδαιδαλος
IDX:
63163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63164
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-δαίδᾰλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cunningly fashioned in stone,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">App.Anth.</span> 2.534 </span> (Halic.).</div> </div><br><br>'}