Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθοβολίτης
λιθόβολος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθογνώμων
λιθογόνος
λιθογράφος
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργής
View word page
λιθογράφος
λῐθο-γράφος,
A). v. λιθογλύφος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιθογράφος
Headword (normalized):
λιθογράφος
Headword (normalized/stripped):
λιθογραφος
IDX:
63162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63163
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-γράφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λιθογλύφος</span> .</div> </div><br><br>'}