Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθοβολισμός
λιθοβολίτης
λιθόβολος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθογνώμων
λιθογόνος
λιθογράφος
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
View word page
λιθογόνος
λῐθο-γόνος, ον,
A). = λιθοποιός 11 , Dsc. Eup. 2.118 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιθογόνος
Headword (normalized):
λιθογόνος
Headword (normalized/stripped):
λιθογονος
IDX:
63161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63162
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-γόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λιθοποιός</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2003.tlg001:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2003.tlg001:11/canonical-url/"> 11 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 2.118 </span>.</div> </div><br><br>'}