Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιθοβόλησις
λιθοβολία
λιθοβολισμός
λιθοβολίτης
λιθόβολος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθογνώμων
λιθογόνος
λιθογράφος
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμητος
View word page
λιθογνωμικός
λῐθο-γνωμικός
,
ή
,
όν
,
A).
skilful in stones
:
λ.
(sc.
βιβλίον
),
τό
,
a work on stones
, by
Philostr.
, Suid. s.v.
Φιλόστρατος
.
ShortDef
skilful in stones
Debugging
Headword:
λιθογνωμικός
Headword (normalized):
λιθογνωμικός
Headword (normalized/stripped):
λιθογνωμικος
IDX:
63159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63160
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-γνωμικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">skilful in stones</span>: <span class="foreign greek">λ.</span> (sc. <span class="foreign greek">βιβλίον</span>), <span class="gen greek">τό</span>, <span class="tr" style="font-weight: bold;">a work on stones</span>, by <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philostr.</span></span>, Suid. s.v. <span class="ref greek">Φιλόστρατος</span> .</div> </div><br><br>'}