Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθοβολήσιμος
λιθοβόλησις
λιθοβολία
λιθοβολισμός
λιθοβολίτης
λιθόβολος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθογνώμων
λιθογόνος
λιθογράφος
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
View word page
λιθογλυφία
λῐθο-γλῠφία, ,
A). a cutting in stone, Man. 4.130 (dat. pl.); λιθογλυφέεσσι cj. Rigler.


ShortDef

a cutting in stone

Debugging

Headword:
λιθογλυφία
Headword (normalized):
λιθογλυφία
Headword (normalized/stripped):
λιθογλυφια
IDX:
63156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63157
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-γλῠφία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a cutting in stone</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:130" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.130/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.130 </a> (dat. pl.); <span class="foreign greek">λιθογλυφέεσσι</span> cj. Rigler.</div> </div><br><br>'}