Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθοβλής
λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθοβολήσιμος
λιθοβόλησις
λιθοβολία
λιθοβολισμός
λιθοβολίτης
λιθόβολος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθογνώμων
λιθογόνος
λιθογράφος
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
View word page
λιθογλύπτης
λῐθο-γλύπτης, ου, ,
A). sculptor in stone, Gloss.


ShortDef

sculptor in stone

Debugging

Headword:
λιθογλύπτης
Headword (normalized):
λιθογλύπτης
Headword (normalized/stripped):
λιθογλυπτης
IDX:
63155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63156
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθο-γλύπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sculptor in stone,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}