Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
λιθάω
λιθεία
λίθειος
λιθέμπορος
λίθεος
λιθηγός
λιθηλογής
λιθιακός
λιθίασις
λιθιάω
λιθίδιον
λιθίζω
λιθικός
λίθινος
λιθινότης
λίθιον
λίθιος
λιθίς
View word page
λιθιακός
λῐθῐ-ᾰκός,
A). v. λιθικός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιθιακός
Headword (normalized):
λιθιακός
Headword (normalized/stripped):
λιθιακος
IDX:
63133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθῐ-ᾰκός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λιθικός</span> .</div> </div><br><br>'}